06.11.2024 | 12:11
Εγγραφή στο newsletter
Life&Style Archives: Φιλήμων, η σπάνια εξομολόγηση του αξέχαστου σχεδιαστή μόδας
Μια σπάνια συνέντευξη από το αρχείο του Elena’s Diary: Ο Έλληνας σχεδιαστής μόδας με την μεγάλη καριέρα που έφυγε από την ζωή τον περασμένο Ιανουάριο σε ηλικία 90 ετών είχε αφηγηθεί την περιπετειώδη διαδρομή του με ασυνήθιστη ειλικρίνεια στον Πάνο Γιαννακόπουλο:

“Κατάγομαι από την Κρήτη. Εκεί πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει. Μεγάλωσα με τον πατέρα μου, έναν άγιο άνθρωπο, που δεν μου χάλασε ποτέ χατίρι. Φρόντιζε να μη μου λείπει τίποτα, ούτε από τα σχολεία ούτε από διασκέδαση. Έκανε περισσότερα έξοδα από αυτά που άντεχε η τσέπη του.

 

«Σε ρόλο μοντέλου μπροστά από την Ακρόπολη, με ένα μανεκέν, Αμερικάνα. Μου είχαν κάνει τη φωτογράφηση για τις βιτρίνες της Αμερικής, τον καιρό που φιλοξενούσαν τις κολεξιόν μου».
 

Με τη μαμά μου δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις. Το παιδί δένεται με όποιον το φροντίζει. Είχα την τεράστια τύχη να αποκτήσω και να μεγαλώσω με μία μητριά που με λάτρευε, τη Σκεύω. Ήταν μορφωμένη, αξιοπρεπής και πάντα κοντά μου. Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει: «Αν δω το γιο μου μόδιστρο θα αυτοκτονήσω». Εκείνη την εποχή θεωρούσαν το επάγγελμα εξευτελιστικό και ειδικά στην Κρήτη. Αντίθετα, η μητριά μου είχε καταλάβει το ταλέντο μου και με στήριξε πάρα πολύ.

Ο πατέρας μου με προόριζε για τη Σχολή Ικάρων. Είχε επηρεαστεί από τον αδελφό του, ο οποίος δούλευε στην πολεμική αεροπορία. Παρόλο που δεν το ήθελα, αναγκάστηκα να πάω. Στο πρώτο οκτάμηνο δημιούργησα κάποιο πρόβλημα και με έδιωξαν.

Από τις γνωριμίες που είχα από μία Κρητικιά ξαδέλφη, μεγαλωμένη στην Αλεξάνδρεια, γνώρισα τον Ζαν Ντεσές. Το όνομα αυτό για εκείνη την εποχή ήταν το πραγματικό οτ κουτίρ. Αμέσως, έφυγα για το Παρίσι. Εκεί είχα την τύχη να είμαι συμμαθητής με τον Βαλεντίνο και τον Γκι Λαρός.

Ο πατέρας μου δεν ήξερε τίποτα για τη φυγή μου στη Γαλλία. Δεν του το είπα για να μη μου κάνει χαλάστρα. Έψαξε μέχρι και στον Ερυθρό Σταυρό για να με βρει. Μόλις γύρισα πίσω στην Ελλάδα, έπειτα από δύο χρόνια, εγκαταστάθηκα κατευθείαν στην Αθήνα. Τότε φρόντισα να επικοινωνήσω με τον πατέρα μου. Ήταν η εποχή που δεν υπήρχαν τηλέφωνα και επικοινωνούσαμε με αλληλογραφία. Δεν συνήθιζα να του στέλνω γράμματα, γιατί ήμουν εξαιρετικά ανορθόγραφος και ντρεπόμουν. Θυμάμαι πως όταν του έγραφα, μου γύριζε πίσω τα γράμματά μου έχοντας διορθώσει με κόκκινο τα ορθογραφικά λάθη.

«Ένα κολλάζ με φωτογραφίες της Τζέιν Μάσφιλντ, την περίοδο που της έραβα τα ρούχα της».
Όταν έμαθε πια ότι ασχολούμαι με τη μόδα, με κάλεσε για να μάθει το γιατί. «Έχουμε διαφορά τρεις γενιές. Μία που πας πίσω, μία που πάω μπροστά και μία η φυσιολογική. Όταν θα καταλάβεις, θα δεις ότι για μένα ήταν η καλύτερη κίνηση», του είπα χαρακτηριστικά. Ήταν πολύ συζητήσιμος άνθρωπος. Το μεγάλο του παράπονο ήταν ότι δεν παντρεύτηκα να κάνω οικογένεια.

Το πρώτο διάστημα δούλεψα στο πλευρό ενός Έλληνα σχεδιαστή, πολύ φημισμένου για την εποχή του, δίχως να πληρώνομαι. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50.Ένα βράδυ, από τύχη, γνώρισα στην Πλάκα την Τζέιν Μάσφιλντ, η οποία είχε έρθει στην Ελλάδα για το «Συνέβη στην Αθήνα». Είχα, ήδη, ξεκινήσει μία σειρά ρούχων και χρειάζονταν ακόμη μερικά για τη συλλογή μου. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο μου κατόρθωμα ως μόδιστρου. Το πρώτο μου ατελιέ ήταν στην Κανάρη και η πρώτη μου επίδειξη έγινε αργότερα, παραμονή της 21ης Απριλίου. Είχα διαμορφώσει ένα χώρο στην Ηροδότου. Από λάθος του τυπογραφείου, οι προσκλήσεις έγραφαν 27 Απριλίου και έτσι έμεινα μόνο με τις καρέκλες!

 

“Διασκεδάζοντας με την καλλονή και αγαπημένη μου μούσα, Έφη Μελά, τη σύζυγο του Γιάννη Τσεκλένη.”
 

 

Ο χώρος της μόδας εκείνη την εποχή ήταν πραγματικά λαμπερός. Καμία σχέση με σήμερα. Τότε οι γυναίκες ντύνονταν με όλη τη σημασία της λέξης. Υπήρχαν και περισσότερες εκδηλώσεις και χοροί στα ξενοδοχεία. Τότε, οι γυναίκες ράβονταν για κάθε συγκεκριμένη περίσταση. Υπήρχε η καλή κοινωνία, που ναι μεν εντυπωσιαζόταν, αλλά δεν επεδίωκε να βγάλει τη φίρμα έξω από το φόρεμα για να φαίνεται.

 

«Αθήνα, 1973. Παρέα με γνωστές κυρίες της “καλής κοινωνίας” των Αθηνών, τις οποίες είχα χρησιμοποιήσει αντί για μοντέλα, στην πασαρέλα!
 

Ευτυχώς, είχα μυαλό εξαρχής και δεν παρασύρθηκα. Τότε με κάλυπτε από μόνο του το γεγονός ότι μεγάλες κυρίες της αθηναϊκής κοινωνίας φορούσαν τα ρούχα μου και μου έδειχναν τυφλή εμπιστοσύνη. Δεν ήθελα κάτι παραπάνω. Με γοήτευε που απευθυνόμουν σε μία συγκεκριμένη μερίδα κόσμου, αλλά εκείνο που με γοήτευε περισσότερο ήταν ότι δεν ήμουν μόνο ο μόδιστρός τους. Είχα γίνει από την πρώτη στιγμή δικός τους άνθρωπος. Ήμουν μέσα και στα καλέσματά τους και σε όλα! Υπάρχουν περιπτώσεις που έχουμε μείνει ακόμα φίλοι. Βέβαια, αρκετοί άνθρωποι με έχουν ξεχάσει. Πρώτες απ’ όλες οι κοπέλες που δούλεψαν κοντά μου. Από εμένα άρχισαν και στην πορεία έγιναν φτασμένες. Ποτέ δεν άκουσα ένα ευχαριστώ. Τα μοντέλα που έμειναν δίπλα μου μέχρι και τώρα είναι συγκεκριμένα: Η Λάουρα, η Γιούλη Κανελλοπούλου και η Κατερίνα Παπαδημητρίου.

Δεν έχω κάνει ιδιαίτερες φιλίες στο χώρο της μόδας. Υπήρχε ανταγωνισμός πάντα. Έχω αισθανθεί αρκετή ζήλια από συναδέλφους. Μου άρεσε αυτό, αλλά υπήρχαν περιπτώσεις που έπεφταν να με φάνε και περνούσα μεγάλο μαρτύριο. Ο χώρος μας είναι μόνο ίντριγκες. Είμαι Κριός, που σημαίνει πως έχω διαίσθηση και είμαι στενόχωρος. Στην εβδομάδα ελληνικής μόδας μόνο ο Τσέλιος και ο Ασλάνης με καλούν. Από τους άλλους κανείς και ποτέ.

 

Θυμάμαι, αργότερα, συνεργάστηκα με μια γυναίκα η οποία με βοήθησε να οργανώνω επιδείξεις επιπέδου. Λεγόταν Ταρσή. Πραγματικά, κάναμε επιδείξεις που έμειναν στην ιστορία. Βάλαμε σε πασαρέλες νησίδες, παρουσιάσαμε κολεξιόν στην Ύδρα με σαράντα μοντέλα –πρωτάκουστο για την εποχή– δείξαμε ρούχα σε σκεπαστά γήπεδα με πέντε χιλιάδες θεατές. Τότε, τα μοντέλα έπαιζαν το μεγαλύτερο ρόλο σε μία επίδειξη και υπήρχαν όμορφα κορίτσια. Αλλά, τα καλύτερα μοντέλα είναι αυτά που έχουν προσωπικότητα. Στα πρώτα μου βήματα είχα την Ντέλλα Ρούνικ, η οποία λεγόταν ακόμα Ντέλλα Άντονυ. Ήταν μία γυναίκα που την έβγαλα πρώτη φορά στο King George με μαγιό από πλεξιγκλάς – σχεδόν γυμνή. Οι γυναίκες όταν το είδαν τρόμαξαν και άρχισαν να φεύγουν. Ήταν ένα μοντέλο που άφησε εποχή. Θυμάμαι τη Λάουρα –μοντέλο που μεσουρανούσε– η οποία δεν ήθελε να πληρωθεί. Μου έλεγε συνέχεια «πρώτον είμαι η μούσα σου και δεύτερον από την καμπάνιά σου με βλέπουν και κάνω διάφορες δουλειές. Βγάζω χρήματα». Τώρα πια, βλέπεις κυρίως τουρίστριες και σπάνια κάποιο καλό μοντέλο.

 

«Με τη Βρετανίδα ηθοποιό Μερλ Όμπερον, το 1972. Ήταν κανονική σταρ! Είχε γυρίσει τον “Πύργο των Καταιγίδων” και πολλές ακόμα ταινίες της εποχής»
 

Έζησα στη χλιδή για πάρα πολύ καιρό, αλλά ποτέ δεν ήμουν φιλοχρήματος. Έκανα χρήματα, αλλά τα έφαγα. Όμως, ευχαριστήθηκα στη ζωή μου. Είχα και πάρα πολύ καλούς φίλους. Βεβαίως, έκανα και υπερβολές. Ποιος άνθρωπος δεν έχει κάνει υπερβολές; Οι άνθρωποι που ήταν δίπλα μου πέρασαν πολύ ωραία. Το αν θα καβαλήσεις ή όχι το καλάμι είναι θέμα οικογένειας. Στην περίπτωσή μου έπαιξε μεγάλη σημασία ότι το τραπέζι το καλοκαίρι στρωνόταν μεσημέρι – βράδυ και τρώγαμε όλη η οικογένεια μαζί. Αυτό μου έκανε πολύ καλό.

 

Θυμάμαι είχα κάνει κινήσεις στο εξωτερικό. Μάλιστα, με ήθελαν πολύ. Όταν είχε γίνει, τότε, η Εβδομάδα Μόδας με τον Γιάννη Τσεκλένη, πολλά ήταν τα μαγαζιά εκείνα που αφιέρωσαν ολόκληρες βιτρίνες για να φιλοξενήσουν τις συλλογές μου. Ευτυχώς ή δυστυχώς, αγάπησα τόσο πολύ αυτό το οικόπεδο που λέγεται Ελλάδα, που δεν θα μπορούσα να ζήσω έξω από τα σύνορά της.

Από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας μου ήταν μία μεγάλη επίδειξη που είχα κάνει στο Λονδίνο. Με είχαν καλέσει για το χορό των λευκών κλινών. Επέλεξαν από την Ελλάδα εμένα και την Ντόζια. Είχε μεσουρανήσει τη δεκαετία του ’70 για λίγο, αλλά μετά τα παράτησε. Από τη Γαλλία κάλεσαν τον Ιβ Σεν Λοράν. Την ώρα που άκουσα το όνομά μου λιποθύμησα και δεν μπορούσα να συνέλθω, να βγω έξω να με χειροκροτήσουν. Πολλά από τα ρούχα μου ήταν εκκεντρικά για την εποχή. Δεν ήμουν ο άνθρωπος που επαναπαυόταν. Ο κόσμος στην αρχή αντιμετώπιζε καχύποπτα τις προτάσεις μου. Όταν τις φορούσαν όμως, όλοι διέκριναν ότι ήταν μεν εκκεντρικές, αλλά με κλασικά στοιχεία, οπότε τους κέρδιζαν. Τα πιο εκκεντρικά ρούχα μου τα φόρεσαν κυρίες πάνω από σαράντα. Καμιά φορά, με σταματούν στο δρόμο κυρίες και με χαιρετούν φορώντας ρούχο μου τριάντα χρόνια μετά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβράβευση.

Κι εγώ ήμουν αρκετά εκκεντρικός. Θυμάμαι μία εποχή που κυκλοφορούσα μόνο με κελεμπίες. Μάλιστα, όταν έκανε τα πρώτα εγκαίνια το καζίνο της Πάρνηθας και πλησίασα στην είσοδο με την κελεμπία, ο διευθυντής του μου απαγόρεψε την είσοδο επειδή δεν φορούσα γραβάτα. Όταν του εξήγησαν ότι είμαι μόδιστρος, τότε με άφησαν. Ίδια σκηνικά έζησα στην «Αθηναία», όταν πήγαινα με τον Νουρέγιεφ έπειτα από κάθε παράσταση που έδινε στο Ηρώδειο. Μάλιστα, καθόμασταν όλοι γύρω γύρω από την πίστα και τον βλέπαμε να χορεύει τσατσά. Όλα αυτά αποκλείεται να τα ξαναζήσει κάποιος στις μέρες μας.

Όταν έφτασα τα εβδομήντα, είδα ότι έχω αρχίσει να κουράζομαι τόσο σωματικά όσο και από θέμα έμπνευσης. Καλύτερα να διώχνεις μόνος σου τον εαυτό σου από το χώρο, παρά να σε διώξει εκείνος. Τότε αποφάσισα να σταματήσω και να πάρω τη σύνταξή μου. Τα δύο πρώτα χρόνια ήταν πολύ βάρβαρο. Δεν ήθελα με τίποτα να αισθανθώ γέρος. Θυμάμαι ότι πήγα να κάνω πλαστική. Του χρόνου τον Απρίλιο πατάω τα ογδόντα. Τώρα πια το έχω συνειδητοποιήσει. Από παλιά μού έμειναν, ευτυχώς, κάποιοι άνθρωποι που με αγαπούν, αλλά όλοι μου οι φίλοι είναι νέοι άνθρωποι. Ακόμα και τώρα παρακολουθώ τις τάσεις. Μου αρέσουν τα νεανικά, μου αρέσουν τα ευχάριστα.

 

«Φωτογράφηση με την Αλέκα Κανελλίδου, η οποία φοράει δημιουργία μου».
 

Ερωτεύτηκα παράφορα πέντε φορές. Κάθε φορά έλεγα πως είναι η τελευταία. Πάντοτε ήθελα δεσμούς. Δόξα τω Θεώ, μου πήγαν καλά. Πέρασαν από τη ζωή μου πολύ σωστοί άνθρωποι. Παρόλο που μιλάμε για περασμένες εποχές, η ομοφυλοφιλία ήταν σεβαστή. Από τη στιγμή που σεβόσουν τον κόσμο γύρω σου, τίποτα δεν ήταν κατακριτέο. Τώρα πια μουτζώνω τον καθρέφτη. Πάντα σκέφτομαι: «Ευτυχώς που υπάρξαμε και ωραίοι». Πλέον υπάρχει άλλου είδους έρωτας: Εγκεφαλικός. Δεν επιδιώκω το σεξ.

 

Κάνοντας τον απολογισμό μου και κοιτώντας τα λάθη που έκανα, εάν γυρνούσα το χρόνο πίσω θα έκανα οικογένεια. Μου λείπει η οικογένεια. Ευτυχώς, απέκτησα ένα «γιο». Είναι το παιδί της καρδιάς μου. Βρέθηκε τυχαία μπροστά μου. Έπεσα στο δρόμο και έτρεξε να με βοηθήσει. Δεν μπόρεσα να τον υιοθετήσω, αλλά θεωρώ ότι είναι το παιδί που δεν μπόρεσα να αποκτήσω. Χαίρομαι να τον βλέπω ευτυχισμένο με την κοπέλα του.

 

Πιστεύω στη μοίρα. Ό,τι συνέβη το είχα δει νωρίτερα. Η μοίρα ήταν απλόχερη μαζί μου. Μπορώ να σου πω ότι, πια, κάνω όνειρα για τα επόμενα είκοσι χρόνια! Ένα πράγμα ζητάω μόνο, όταν πεθάνω. Θέλω να με κάψουν. Θέλω ο γιος μου να πάει να ρίξει την τέφρα μου στη Δήλο. Θέλω να υπάρχω μέσα στην έντονη ενέργεια που έχει αυτό το νησί…