O Αργύρης Παπαργυρόπουλος είχε διηγηθεί στον Πάνο Γιαννακόπουλο απίστευτες ιστορίες από τη ζωή του στη νύχτα και στα θρυλικά “Αστέρια” της Γλυφάδας για το περιοδικό Life&Style:
«Κατάγομαι από τον Παρνασσό, αλλά μεγάλωσα με τη γιαγιά μου στην Αθήνα. Οι γονείς μου έμεναν στο χωριό. Κατέβηκα και τους βρήκα λίγο μετά την κατοχή και έμεινα μαζί τους μέχρι το τέλος του δημοτικού. Έκτοτε, ξαναγύρισα στην Αθήνα. Πήγαινα νυχτερινό σχολείο, ενώ τα πρωινά δούλευα. Τελείωσα ηλεκτρολόγος, αλλά σύντομα έφυγα στα καράβια. Γύρισα όλο τον κόσμο σε μία εποχή που για την Ελλάδα ταξίδι θεωρούνταν η διαδρομή μέχρι τη Λαμία. Γέμισα εμπειρίες. Μάλλον η μοίρα μου δεν θέλησε να ακολουθήσω τη δουλειά αυτή. Όταν γύρισα, έκανα τη θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό. Ένας φαντάρος που κάναμε παρέα ήθελε να βρει κάποιον να τον αντικαταστήσει στο μαγαζί που διατηρούσε στο Μεταξουργείο. Ίσως με είδε έξυπνο, ίσως είδε σε μένα αυτό που λέμε «τσαγανό». Έτσι ξεκίνησα να δουλεύω στη νύχτα. Έως τότε είχα κάνει σερβιτόρος στο Τουρκολίμανο, κάθε Παρασκευή και Σάββατο.
Τη δεκαετία του ’60 το Μεταξουργείο ήταν στέκι του υπόκοσμου. Εκεί ξεκίνησε να μαζεύεται κι άλλος κόσμος σιγά – σιγά, στο μαγαζί του Κατελάνου. Ήταν όλα πρωτόγνωρα πράγματα για τους Έλληνες. Το μαγαζί θυμάμαι είχε μόνο ένα juke box. Το ουίσκι δεν είχε βγει ακόμα. Σερβίραμε πίπερμαν, χύμα κονιάκ και μπίρες. Και τότε ακόμα υπήρχαν τα κοσμικά μαγαζιά, τα «κολωνακιώτικα», αλλά η νεολαία δεν έβγαινε πολύ. Μία μικρή μερίδα της πήγαινε στα κλαμπάκια. Μπουζούκια υπήρχαν και εκείνη την εποχή, αλλά με διαφορετική μορφή από τη σημερινή. Ο πελάτης έμπαινε στο χώρο με σεβασμό. Υπήρχαν δύο ορχήστρες πάντοτε: Η μοντέρνα, που ξεκινούσε το πρόγραμμα, και η λαϊκή, που έκλεινε το μαγαζί μετά τις οκτώ το πρωί. Όλοι οι επιχειρηματίες τότε λέγονταν «νταραβεριτζήδες». Δεν είχε κακή έννοια. Αν είχες νυχτερινό μαγαζί, ήταν «νταραβέρι». Όταν ήρθε η ώρα να ανοίξω το πρώτο μαγαζί, δεν είχα χρήματα. Όταν τα ζήτησα από τον πατέρα μου –παρόλο που ήταν έξυπνος άνθρωπος, ταξιτζής και όχι χωριάτης– όταν άκουσε τη λέξη «μπαρ» με έδιωξε από το σπίτι. Ήταν πολύ βάρβαρη λέξη για την εποχή.
Δεν μπορώ να κρύψω ότι στην αρχή φοβήθηκα λίγο τους κινδύνους της δουλειάς. Έδωσα εξετάσεις για να σταθώ. Για να έχεις μαγαζί, πρέπει να σε σέβονται. Αλλά πάνω απο όλα, θέλει ψυχή και ισορροπία, να μη θεωρήσεις ότι έγινες «κάποιος».Άλλοι συνάδελφοι ήθελαν να μπουν στο σπίτι του καλού τους πελάτη. Ποτέ δεν το επεδίωξα. Πάντα ένιωθα ότι ήμουν ταβερνιάρης. Μέσα από τη δουλειά αυτή έφτιαξα φίλους και με γνώρισε ο κόσμος. Έχουν περάσει τρεις γενιές οικογενειών από τα μαγαζιά μου. Ερχόταν ο παππούς, μετά ο μπαμπάς και τώρα πια ο εγγονός.
Μετά το Μεταξουργείο, αγόρασα με ένα φίλο μου ένα μαγαζί στα Εξάρχεια – το Ελ Γκρέκο. Τότε, μόδα ήταν τα μπαράκια. Οι κοπέλες που δούλευαν μέσα θυμάμαι έπαιρναν 15 δραχμές μεροκάματο.Το πρώτο ολoδικό μου μαγαζί το άνοιξα λίγα χρόνια αργότερα, πάλι στα Εξάρχεια. Στάθηκα πολύ τυχερός, γιατί ήταν η εποχή που γυρνούσε ο Αμερικανικός Στόλος από το Βιετνάμ. Τότε, με τα δολάρια, ζήσαμε καλές εποχές.
Όσο δούλευε το μαγαζί, έφυγα για δύο χρόνια στην Αμερική. Πήγα στη Νέα Υορκή δουλεύοντας ως σερβιτόρος. Το μαγαζί λεγόταν Egyptian Garden και το είχε ένας κολλητός φίλος του Ωνάση. Κάποια φορά, θυμάμαι, σε ένα άλλο μαγαζί, σε ένα πατάρι που δούλεψα για λίγο διάστημα, μπήκε μέσα η Σοφία Λόρεν. Έψαξα να της βρω τραπέζι, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Νευρίασε πολύ. Μας έβρισε στα ιταλικά και έφυγε αμέσως.
Όταν γύρισα από την Αμερική, άνοιξα το πρώτο μεγάλο μαγαζί με φίρμες στην Εθνική Οδό. Από τότε δεν έχει περάσει χρόνος που να μην έχω μεγάλο μαγαζί.
Η εικόνα της νύχτας άλλαξε από το 1980 και μετά. Χωρίζεται, δηλαδή, στην εποχή πριν και μετά Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν η εποχή που άρχισε να μπαίνει η νεολαία στα μαγαζιά, οπότε τα «καλά ρούχα» παραμερίστηκαν. Οι περισσότεροι έρχονταν με σπορτέξ. Θυμάμαι, μου είχε πει μια φο[1]ρά ο Ζάχος Χατζηφωτίου, με το γνωστό του καυστικό τρόπο: «Δεν μπορώ να έρθω, μου βρομούν τα λάστιχα από τα παπούτσια τους». Τώρα πια, όταν δω κάποιον με γραβάτα νομίζω ότι είναι εφοριακός.
Τότε ήταν που σε ένα δείπνο με τον Κώστα Βουτσά, μου σύστησε τον υπεύ[1]θυνο του Αστέρα, λέγοντάς του ότι είμαι επιχειρηματίας και μάλιστα καλός. Υπεύθυνος για την εμπλοκή μου στα Αστέρια Γλυφάδας είναι ο Βουτσάς.Τα Αστέρια είχαν, ήδη, τεράστια ιστορία. Ήταν το πρώτο κοσμικό μαγαζί που έγινε στην περιοχή. Δούλευε ακόμα και στην Κατοχή. Εδώ είχε γίνει το πρώτο μεγάλο πάρτι, παρόμοιο των μεγάλων ευρωπαϊκών. Εδώ στήθηκε για πρώτη φορά πασαρέλα μόδας και έχουν φιλοξενηθεί οι μεγαλύτερες ορχήστρες, από τον Χάρι Μπελαφόντε μέχρι τους Λος Παραουάιος. Από εδώ πέρασαν και όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής: Αδελφές Μπρόγιερ, Δάκης, Μαρούδας, Κανελλίδου, Μπονάτσος, Νινή Ζαχά, Χριστιάννα, Πόλυ Πάνου, Τόλης Βοσκόπουλος κι αργότερα Πασχάλης Τερζής, Λευτέρης Πανταζής, Άντζελα Δημητρίου, Άννα Βίσση. Την πρώτη κιόλας μέρα της λειτουργίας του, συγκεντρώθηκαν παραπάνω από δύο χιλιάδες πελάτες. Τα χάσαμε όλοι με την προσέλευση του κόσμου. Οι σερβιτόροι δεν μπορούσαν να σερβίρουν. Είχαν συνηθίσει να δουλεύουν με 200 άτομα.
Ήμουν ο πρώτος που έβαλε χορεύτριες σε νυχτερινό κέντρο. Να φανταστείς, τότε, ψάχναμε να βρούμε ξανθιά και δεν υπήρχε. Μόνο όσες φέρναμε από το εξωτερικό είχαν ανοιχτά μαλλιά. Την πρώτη χρονιά είχα τρεις πίστες, τεράστια πρωτοτυπία για την εποχή. Είχα φέρει και μία μεγάλη φίρμα από το εξωτερικό, τη Ζανέτ Καπούγια, και είχε γίνει ντόρος. Λίγο καιρό αργοτερα, ήρθε μία πασίγνωστη ποπ σταρ, η Κουίν Σαμάνθα, μαζί με δύο χορεύτριες πάνω σε πατίνια. Ήταν αδιανόητο για την εποχή.Όλες οι εξέχουσες προσωπικότητες του διεθνούς στερεώματος πέρασαν από εδώ. Έχω φωτογραφίες από τον Τριντό μέχρι την Κλόντια Σίφερ…
Η Αλίκη ήταν τεράστια προσωπικότητα. Ερχόταν συχνά για να διασκεδάσει. Έχω ζήσει πολλές σκηνές με τον Παπαμιχαήλ. Τη ζήλευε πολύ. Ο Δημήτρης δεν υπολόγιζε τίποτα. Μέχρι και σφαλιάρες έχω δει.Τη Ζωή Λάσκαρη τη γνώρισα αφού είχε χωρίσει από τον Βοσκόπουλο. Δεν πιστεύω ότι έχει περάσει άνθρωπος από τη ζωή της και να την έχει ξεπεράσει. Αυτή η φρεσκάδα και η ομορφιά για εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν.
Η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν κουμπάρα μου. Ήταν εκείνη που έβαλε λάδι στα παιδιά μου, μαζί με τον Τόλη Βοσκόπουλο και την Αλέκα Κανελλίδου. Η Ρένα ήταν δύσκολο άτομο, αλλά από τις μεγαύτερες προσωπικότητες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι γινόταν από τις θαυμάστριες του Ανδρέα Μπάρκουλη, αλλά και το πόσο πρίγκιπας ήταν ο Αλεξανδράκης. Τον Αλεξανδράκη τον παρακαλούσαν οι γυναίκες. Τις περισσότερες, όμως, τις είχε ο Κώστας Χατζηχρήστος και ας μην του φαινόταν με την πρώτη!Η Μαρινέλλα είναι «άντρας» σε όσα αφορούν τα επαγγελματικά της –ήθελε να ελέγχει τα πάντα, μέχρι και στα καμαρίνια έκανε επιθεώρηση για να δει αν όλα λειτουργούν τέλεια– αλλά και στην παρέα ήταν και είναι «ιππότης». Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις μαζί της για φαΐ και να σε αφήσει να πληρώσεις.
Δεν είναι δυνατόν να ξεχάσω τον Ντέμη Ρούσσο, που αμέσως μετά την περιπέτεια με την αεροπειρατεία είχε ήρθε να γλεντήσει μαζί μας. Ακόμα είμαστε φίλοι με τον Ντέμη.
Όταν ήρθε η Σάρον Στόουν, η οποία τότε, στις αρχές των ’90s, ήταν η μεγαλύτερη σταρ του πλανήτη, πήγα αυτόφωρο επειδή κράτησα το μαγαζί ανοιχτό παραπάνω από το επιτρεπόμενο. Ήταν επί Παπαθεμελή, που τα μαγαζιά έκλειναν νωρίς. Σιγά που θα το έκλεινα, με τη Σάρον Στόουν να διασκεδάζει στα Αστέρια!Όταν είχε έρθει η Κλόντια Σίφερ, μου ζήτησε τζατζίκι και σαρδέλες. Έτρεξα απέναντι στις ταβέρνες να της βρω. Της είπα ότι το τζατζίκι έχει σκόρδο και ότι θα μυρίζει η αναπνοή της αν χρειαστεί να φιλήσει το αγόρι της μετά. Μου είπε ότι είναι αδιάθετη και ότι δεν τη νοιάζει τίποτα. Γελάσαμε πολύ!
Η Εύα Χερτζίκοβα είχε έρθει και φωτογραφήθηκε σπίτι μου για ένα περιοδικό. Με το που τελείωσε η φωτογράφηση, ήρθε στα Αστέρια. Πολύ ωραία γυναίκα και πολύ απλή στη συμπεριφορά της. Θυμάμαι το πάθος του Αλέν Ντελόν με τα σκυλιά. Όταν είδε τα σκυλιά μου στην είσοδο του μαγαζιού, τα φιλούσε στο στόμα. Δεν το έχω ξαναδεί σε άνθρωπο! Η Milva, επίσης, όταν ήρθε να διασκεδάσει στα Αστέρια, δεν δίστασε να σηκωθεί να τραγουδήσει. Ένα ολόκληρο μαγαζί την αποθέωσε!
Ένα βράδυ, είχε έρθει κι η Ορνέλα Μούτι. Πήγα να τη χαιρετήσω και κάθισα στο τραπέζι της. Στην παρέα μου ήταν και η Ελένη Φιλίνη. Αμέσως με ρώτησε ποια είναι και της απάντησα χαριτολογώντας «η αντίστοιχη Ορνέλα της Ελλάδας». Με έβρισε στα ιταλικά και δεν μου ξαναμίλησε όλη τη βραδιά! Αυτή είναι η νύχτα. Περίεργη, αλλά γοητευτική. Ο κόσμος την έχει ανάγκη, κι ας μην ήταν συνυφασμένη πάντα με καλές καταστάσεις. Τώρα πια, δεν γίνονται φασαρίες στα μαγαζιά. Παλαιότερα, οι άνθρωποι ήταν πιο ευέξαπτοι και πιάνονταν στα χέρια με το παραμικρό. Μη γελιόμαστε και μην κρυβόμαστε, τότε άνοιγαν κεφάλια και έπεφταν ακόμα και πιστολιές. Μου έχουν βγάλει και έχω βγάλει μέχρι και όπλο. Θυμάμαι που καθόμουν στην πόρτα και έπαιρνα από τους πελάτες τα πιστόλια…
Ευτυχώς, ήμουν τυχερός και τα μαγαζιά μου έχουν αφήσει ιστορία, είτε ήταν η Αθηναία, είτε τα Αστέρια, είτε το χιονοδρομικό του Παρνασσού. Οι δύο γιοι μου αποφάσισαν να ακολουθήσουν άλλο δρόμο. Τους αρέσει η υποκριτική. Ούτε εγώ θέλω να ακολουθήσουν τη δουλειά μου. Είναι ένα επάγγελμα που φθείρει και φθείρεται.
Χρήματα από τη δουλειά μου δεν έχω βγάλει. Έζησα όμως με αξιοπρέπεια. Αγόρασα ένα καλό σπίτι και ένα καλό αυτοκίνητο και ένα – δυο χω[1]ράφια στο χωριό μου. Ίσως δεν ήμουν κατάλληλος στη διαχείριση, αλλά δεν πιστεύω ότι υπάρχει και άλλος συνάδελφος που να έχει πλουτίσει. Με ένα ταγάρι ήρθα από το χωριό, με ένα ταγάρι θα γυρίσω. Ευτυχώς, έχω κάτι γίδια. Ελπίζω όταν πεθάνω, να έχω κάτι για τα παιδιά, έτσι ώστε να μην αναθεματίζουν τον πατέρα τους…”