Κατ’ αρχάς, να επισημάνω ότι μαζί με το πλήθος των αδύνατων σημείων μου –ένα από αυτά είναι και οι «ανεξερεύνητες» εκρήξεις μου– κρύβω και πάθη. Υποθέτω ότι παρ’ όλα αυτά (μαζί με ένα συμπαθητικό ή ομιχλώδες σύμπλεγμα προτερημάτων), με ανέχονται οι κοντινοί μου και με καλημερίζουν στωικά οι κατ’ ανάγκην γνωστοί και συνεργάτες. Ένα από τα πάθη σαφώς είναι η επιμονή μου –ή μήπως η εμμονή μου;– για απωθημένα, για λογαριασμούς ανοιχτούς, που ποτέ μα ποτέ δε δύναμαι να ξεχάσω. Ένας τέτοιος λογαριασμός από το μακρινό παρελθόν ήταν η απόλυτη αιτία που υπογράφω ένα ρεπορτάζ στο ίδιο μου το «σπίτι» ή, για να κυριολεκτώ, ήταν η αιτία που έζησα τελικά, πριν από λίγες εβδομάδες, το πιο απίστευτο μπλαζέ glamorous βράδυ της ζωής μου. Προ 25ετίας, ή κάτι παρόμοιο, λαθραναγνώστρια του ”Φαντάζιο” και του ”Ταχυδρόμου”, στο σχόλιο της μεγάλης μου αδελφής για τη βραδιά των Όσκαρ, όταν ένας γυμνός άνδρας την ώρα της απονομής βραβείου από την Elizabeth Taylor όρμηξε στη σκηνή, η απάντησή μου –ξερή κι αποφασιστική– ήταν: «Ελπίζω όταν παρακολουθήσω εγώ τα Όσκαρ να ζει ακόμη η Liz». Η αδελφή μου, η οποία γνώριζε το «ποιόν» της μικρής ονειροπαρμένης αδελφής της, έγνεψε με συμπάθεια για την πάθησή μου, έκανε και την αγαπημένη ελληνική χειρονομία της ανοιχτής παλάμης, όμως σίγουρα εγώ εκδικήθηκα για εκείνο το περιστατικό όταν της τηλεφώνησα από το L.A. αμέσως μετά το Vanity Fair party για να της θυμίσω εκείνο το όλο συμπόνια βλέμμα της.
Ιδού τι είδα:
Κυριακή 5 Μαρτiου 2006
L.A. Morton’s Restaurant
Αμέσως μετά τη λήξη των Όσκαρ, στο restaurant Morton’s, σε έναν κλασικό στο είδος του χώρο, ειδικά διαμορφωμένο σε στιλ «old Hollywood night club», δόθηκε το πρώτο και σημαντικότερο πάρτι εκείνης της πιο glamorous βραδιάς στο Hollywood. Με πεντακόσια άτομα λιγότερα από πέρυσι στη φοβερή λίστα του περιοδικού ”Vanity Fair”, αλλά σε μια κατάμεστη αίθουσα από stars που εναλλάσσονταν συνεχώς, η βραδιά είχε την τέλεια συναστρία. Σε αυτό το πάρτι, η περίπτωση να παραστείς ακάλεστος ή δανειζόμενος την πρόσκληση κάποιου άλλου τυχερού είναι απλώς αδύνατη, διότι, εκτός από δυο-τρεις ελέγχους, από τη limo που θα σε αφήσει πριν φτάσεις στην είσοδο, γίνεται και έλεγχος security, όπως και ταυτοποίηση της πρόσκλησης (αλλά και παράδοση του μαγικού πλαστικοποιημένου με υδατογράφημα entry pass, ώστε να μη σου περάσει από το μυαλό να τη δώσεις μετά σε κάποιον άλλο), εκτός κι αν είσαι αυτοπροσώπως η Madonna ή η Jennifer Lopez, οπότε δεν έχεις να ανησυχείς για τα παραπάνω μονότονα και υποτιμητικά.
Graydon Carter, o διευθυντής του περιοδικού ”Vanity Fair”.
Ο Graydon Carter, ο γνωστός θρύλος, διευθυντής του ”Vanity Fair”, μας καλωσόριζε προσωπικά στο after Oscar party, που κράτησε μέχρι το πρωί. Η σχετικά μικρή αίθουσα του Morton’s στις 9:30 ήταν ήδη γεμάτη με stars τους οποίους είδα συγκεντρωμένους όλους μαζί να συζητούν χαλαρά, φιλικά, να γελάνε δυνατά και να βαριούνται φυσιολογικά, κουβεντιάζοντας με το ταίρι τους χωμένοι στους αναπαυτικούς μαύρους βελούδινους καναπέδες. Ήταν, απλώς, όλοι τους εκεί. Όλους αυτούς που κλείνεις τηλεφωνικά εισιτήριο για να τους μυθοποιήσεις στη μεγάλη οθόνη, εγώ –μια αποφασισμένη Ελληνίδα, που δεν είχε σχέση με κριτική κινηματογράφου ή κάτι παρόμοιο που θα χάλαγε τη δική της μαγεία– είχα στη διάθεσή μου όλο το βράδυ για να τους «εξερευνήσω». Και το έκανα.
Jennifer Aniston
Χαλάρωσα πίνοντας Cosmopolitan, τσιμπολογώντας απίστευτες μικρές αμερικανικές παραδοσιακές νοστιμιές, από ένα catering που ανανεωνόταν συνεχώς από τα πιο τυχερά γκαρσόνια της Αμερικής για εκείνο το βράδυ. Δίπλα μου, μιλούσε χαμηλόφωνα η Jennifer Aniston με τον αγαπημένο της Vince Vaughn. Εκείνη, μΊα συμπαθητική μετρίου αναστήματος και συγκρατημένη καστανόξανθη (θα μπορούσε να είναι σε πάνελ ελληνικής μεσημεριανής εκπομπής) κι εκείνος ένας πανύψηλος άκομψος Τεξανός, κλασικός τύπος άντρα που αγαπάει τα αστεία με την αντροπαρέα, σκέφτηκα, ενώ είχα ήδη βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο αποκωδικοποίησης διασημοτήτων –κάτι σαν «Ξενοκράτης»– στον εγκέφαλό μου.
H Madonna συνομιλεί με την Sandra Bullock.
Ο Joaquin Phoenix και η Sandra Bullock, αν και ψηλή, αναμενόμενης μέτριας γοητείας, συζητούσαν για ώρα με το γενειοφόρο σύντροφό της (και με κάποιους παραγωγούς, όπως συμπέρανα), ενώ η εξωπραγματικά skinny και αιθέρια λευκή Nicole Kidman, μέσα στο συγκλονιστικό sur mesure Balenciaga της, βαριεστημένη από την ημίωρη απομόνωση με τον καλό της Keith Urban στην πίσω άκρη της αίθουσας, αποφάσισε, ζητώντας μου συγνώμη, να περάσει αποφασιστικά προς την έξοδο. Η υπεργυμνασμένη και μικροκαμωμένη Madonna, με ροζ ντραπέ της φίλης της Donatella –η οποία επίσης ήταν εκεί, αλλά σε άλλη παρέα, λιγότερο ενδιαφέρουσα– συζητούσε με ένα πλήθος που συνέχεια την αποζητούσε, ενώ ο σύζυγός της, Guy Richie, απομακρυσμένος από εκείνη, γυρνούσε με χαλαρή διάθεση από παρέα σε παρέα.
Nicole Kidman
Εκεί ήταν και ο Tom Ford (με τον πρώην σύντροφο και συνεργάτητου, Richard Buckley), ενώ κάποια στιγμή η ασυγκράτητη μαζί του –προφανώς από το αλκοόλ που είχε καταναλώσει– Sienna Miller επιβεβαίωσε την υποψία μου ότι πρόκειται για ένα κατασκεύασμα μάρκετινγκ και μάλιστα με κακό στιλίστα. Αντιθέτως, ο Richard Buckley (για να επανέλθω στη συνάντησή μου μαζί τους) είναι ένας άνθρωπος με ιδιαίτερο κύρος στο χώρο, με τεράστια πείρα στη showbiz και πολύτιμος συνεργάτης της Conde Nast για χρόνια. Η γνωριμία μου και με αυτόν, αλλά και με τον Tom Ford πριν από χρόνια είναι κάτι που πάντα θα θεωρώ πολύ ιδιαίτερο. Ξαφνιάστηκα όταν ο Richard με ρώτησε αν ο Sakis (εννοούσε, βεβαίως, τον Ρουβά) ήταν εκεί, ενώ στην ερώτησή μου πώς τον γνώρισε (μέσω μιας πασίγνωστης κοινής μας γνωστής), μου είπε γι’ αυτόν πόσο δύσκολο είναι να σταδιοδρομήσει Έλληνας δυνατά στο Hollywood, αλλά ωστόσο πόσο ικανός και ολύμπια ωραίος είναι. Η Keira Knightley, όπως και η Hillary Swank (η τελευταία ελαφρώς ζαλισμένη από το ποτό της) τίμησαν δεόντως αργότερα τα συγκλονιστικά mini hamburgers που προσφέρθηκαν. Ένας απίστευτα στεγνός από κάθε γραμμάριο λίπους Mick Jagger, δίπλα στην πανύψηλη μελαχρινή συνοδό του, συνομιλούσε περιεργαζόμενος το πλήθος που παρήλαυνε εμπρός του.
O Tom Ford καθώς συνομιλεί με την Sienna Miller.
Η Reese Witherspoon, μια μικροκαμωμένη καλοσυνάτη Αμερικανίδα, που δεν χρειάζεται να γνωρίζεις πολλά για να καταλάβεις τον τόπο προέλευσής της, (είναι η Αλαμπάμα), μέσα σε ένα επιβλητικό vintage Christian Dior του 1955, ιδιαίτερα πομπώδες για το μικρό της ύψος, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά της και με το Όσκαρ στο χέρι καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς χαιρετούσε εγκάρδια φίλες και φίλους συναδέλφους «από το γραφείο», όπως η Jennifer Lopez, η Jennifer Aniston, ο Heath Ledger (των φετινών cowboys) ή η ασύγκριτη Uma Thurman, η οποία φορούσε αιθέριο Versace. Αναφέροντας αιθέρια ρούχα, να πω και για την ευχάριστη συνομιλία που είχα με το γλυκύτατο σχεδιαστή Zac Posen, ο οποίος αφού με ευχαρίστησε για την υποστήριξη που έχει από την ελληνική ”Vogue”, μου σύστησε την καλή του πελάτισσα Felicity Huffman (από τις Desperate Housewives), η οποία χαμογελούσε αν και μόλις είχε χάσει το Όσκαρ (φορούσε μαύρη δημιουργία του – τυχαίο άραγε;). Έκπληξη της βραδιάς η παρουσία δυο φίλων – και οι δύο διεθνείς Ευρωπαίοι: Η διευθύντρια μόδας της ρωσικής ”Vogue”, Aliona, αλλά και ο δικός μας, Κωνσταντίνος Κακανιάς, μόνιμος κάτοικος L.A.
Reese Witherspoon
Σε μια τέτοια μικρή σχετικά αίθουσα, σε ένα τέτοιο απίστευτο σκηνικό Hollywood, απομυθοποίησα και μυθοποίησα για άλλη μια φορά το αμερικανικό σελιλόιντ. Ήταν όλοι τους εκεί. Από τους θρύλους, όπως ο Michael Caine και ο Mick Jagger, μέχρι σύγχρονες καλλονές – και μη– starlets (όπως η ανορεξική Nicole Richie και η Lindsay Lohan), που δίνουν τα πάντα για μια φωτογραφία τους στο ”Vanity Fair”. Ήταν κανονικοί άνθρωποι, φυσιολογικές γυναίκες και άντρες, τόσο χαλαροί και τόσο συγκρατημένοι, πέρα για πέρα αληθινοί. Μοιραία έκανα τη σύγκριση με την πτωχή πατρίδα και τον καταιγισμό των φλας σε περίπτωση εμφάνισης έστω και μίας ντόπιας star και όλων των παρατρεχάμενών της, οι οποίοι δηλώνουν περισσότερα από τους stars στην TV και φωτογραφίζονται όπου μπορέσουν. Η πρώτη σκέψη ενός φυσιολογικού ανθρώπου είναι να βγάλει όσο το δυνατόν περισσότερες φωτογραφίες και να τις τυπώσει «αφίσα –κάρτα– κορνίζα».
Nicole Richie
Οι δύο –μόνο– φωτογραφίες που επέτρεψα στον εαυτό μου, στην αξιοπρέπειά μου και στο πεπρωμένο μου, ήταν με την απίστευτα λιλιπούτεια και ολίγον μεθυσμένη Lindsay Lohan (για να πειστεί η κόρη μου) και με την Jennifer Lopez. Το μόνο που δικαιούμουν θα ήταν μια «αυθεντική» γνωριμία και όχι μια φωτογραφία-λάφυρο, απ’ αυτές που τόσο συχνά βλέπουμε εν Ελλάδι. Λίγο πριν φύγω, ενώ ήμουν καθισμένη στον ίδιο μαύρο καναπέ από όπου λίγο πριν είχε αποχωρήσει η ελληνικής –αλλά, εντελώς Αμερικανίδα– καταγωγής Jennifer Aniston, κάθισε δίπλα μου η Jennifer Lopez, μαζί με το λεπτοκαμωμένο σύζυγό της, Marc Anthony, και τους φίλους του. Μετά από λίγο, γύρισα και της είπα μια μικρή ιστορία για το vintage φόρεμά της, που ήταν φτιαγμένο από ένα μεγάλο Έλληνα couturier στο Παρίσι του ’50, τον Jean Desses. Έλληνας όπως Ελληνίδα κι εγώ. Μια ιστορία που μου είχε διηγηθεί το ίδιο πρωί η γυναίκα που της βρήκε αυτόν το vintage θησαυρό, η Rita Watnick, από τη διάσημη μπουτίκ του L.A., «Lily et Cie». Ξαφνιάστηκε και μου μίλησε αμέσως με καμάρι για τα vintage κοσμήματα Fred Leighton και την ολόχρυση πολλών καρατίων τσάντα της, για όλα αυτά που είχε μυστικά διαλέξει από εκεί, ενώ όλοι πίστευαν ότι θα εμφανιστεί με σύγχρονη haute couture.
Marc Anthony και Jennifer Lopez.
Jennifer Lopez, ‘Ελενα Μακρή.
Επιβεβαίωσα τις στιλιστικές μας ματαιοδοξίες, μιλώντας για τα ρούχα της που μόλις ήρθαν στην Ελλάδα και για τη ”Vogue Hellas”, που τη γνώριζε ήδη. Η Jennifer Lopez, πανέμορφη μέσα στο πράσινο σιφόν φόρεμά της, έγινε μετά από λίγο η τελευταία δική μου ματαιόδοξη ανάμνηση από εκείνο το βράδυ. Ένα βράδυ πραγματικού glamour, στιλ και αυθεντικού star system. Απαραίτητα συστατικά για ονειρικές αποδράσεις, σαν κι αυτές που φτιάχνουν μόνο τα καλά περιοδικά και τα βιβλία. Για λίγο, ας υπάρξουν μόνο αυτά τα πάρτι, σπονδή στη ματαιοδοξία, που πάντα πρέπει να υπάρχει κι αυτή προς τέρψιν των αχόρταγων οφθαλμών μας…